- σέλμασιν
- σέλμαthe upper planking of a shipneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επενθρώσκω — ἐπενθρῴσκω (Α) τινάζομαι, πηδώ πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («σέλμασιν ναῶν ἐπενθορόντες ἄλλος ἄλλοσε», Αισχύλ.) 2. επιτίθεμαι («ἔνοπλος γὰρ ἐπ αὐτὸν ἐπενθρῴσκει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθρώσκω «εφορμώ»] … Dictionary of Greek
σέλμα — το, ΝΑ κάθισμα κωπηλάτη, κν. μπάγκος («ἀλλὰ σέλμασιν νεῶν ἐπενθορόντες.... δρασμῷ κρυφαίῳ βίοτον ἐκσωσοίατο», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατάστρωμα πλοίου 2. συνεκδ. πλοίο, σκάφος 3. (γενικά) κάθισμα, έδρανο 4. (κατ επέκτ.) κάθε ξύλινο κατασκεύασμα 5. στον … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek